- αφαρμάκευτος
- η , ο [ός , ογ] см. αφαρμάκωτος 1,3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφαρμάκευτος — without medicine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαρμάκευτος — η, ο (Α ἀφαρμάκευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε 2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό 2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» χωρίς βαφές ή καλλυντικά … Dictionary of Greek
ἀφαρμακεύτους — ἀφαρμάκευτος without medicine masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)